-
1 νύφη
[нифи] ουσ. в. невеста,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νύφη
-
2 невеста
невеста ж η αρραβωνιαστική" η νύφη (в день свадьбы)* * *жη αρραβωνιαστική; η νύφη ( в день свадьбы) -
3 невестка
-
4 молодая
молодаяж уст. разг ἡ νύφη, ἡ νεόνυμφη. -
5 невеста
невестаж ἡ μνηστή, ἡ ἀρραβωνιαστικιά, ἡ μελλόνυμφος, ἡ νύφη. -
6 невестка
невесткаж ἡ νύφη. -
7 отдуваться
отдуватьсянесов1. (тяжело дышать) κοντανασαίνω, ἀσθμαίνω, πνευστιῶ·2. перен (нести ответственность) разг πληρώνω τήν νύφη, σηκώνω στήν καμπούρα μου.. -
8 сноха
снохаж ἡ νύφη (ή γυναίκα τοῦ γιοό σέ σχέση πρόζ τόν πεθερό). -
9 невеста
[νιβιέστα] ουσ. θ. νύφη -
10 невестка
[νιβιέστκα] ουσ. θ. νύφη -
11 сноха
[σναχά] ουσ. α. νύφη -
12 невеста
[νιβιέστα] ουσ θ νύφη -
13 невестка
[νιβιέστκα] ουσ θ νύφη -
14 сноха
[σναχά] ουσ α νύφη -
15 вешать
вешать 1ρ.δ.μ.1. κρεμώ, αναρτώ, εξαρτώ•-люстру κρεμώ το πολύφωτο.
2. απαγχονίζω.εκφρ.вешать собак на кого – τα φορτώνω στον άλλον και τα βαριά και τ’ αλαφριά στο γάιδαρο (τά φορτώνω) ή όλα τα στραβά τα κουλούρια η νύφη τα φτιάχνει.1. κρεμιέμαι, εξαρτιέμαι.2. απαγχονίζομαι.вешать 2ρ.δ.μ.ζυγίζω, σταθμίζω.ζυγίζομαι, σταθμίζομαι. -
16 голосить
-ошу, -осишь, ρ.δ.1. (απλ.) τραγουδώ βροντόφωνα ή μονότονα. || φωνάζω δυνατά και μονότονα•-ли торговцы φώναζαν δυνατά οι πωλητές.
2. κλαίω, θρηνώ, οδύρομαι•по покойнику κλαίω πάνω στον πεθαμένο (μακαρίτη)•
невеста -ла на девичнике η νύφη έκλαιγε στην εσπερίδα με τις φιλενάδες της (ρωσικό έθιμο).
-
17 молодуха
-и θ. (διαλκ.)1. βλ. молодица.2. νύφη (η γυναίκα του γιου ως προς τον πεθερό). -
18 нарядить
нарядить 1-яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наряженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. ντύνω με πολυτέλεια• στολίζω λουσάρω•нарядить невесту στολίζω τη νύφη.
2. ντύνω, μεταμφιέζω•нарядить ребят зверями, птицами ντύνω τα παιδιά σαν θηρία, σαν πουλιά•
нарядить колдуном ντύνω σαν μάγο.
ντύνομαι, στολίζομαι κλπ. ρ.μ. как на бал ντύνομαι σαν να πάω στο χορό•-клоуном ντύνομαι παλιάτσος•
она любит -αυτής της αρέσει να στολίζεται.
нарядить 2-яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наряженный, βρ: -жн, -жена, -женоρ.σ.μ.1. διατάζω•нарядить следствие о пожаре διατάζω ανάκριση για την πυρκαγιά.
|| καθορίζω εργασία, εργοδοτώ. || (στρατ.) καθορίζω, βγάζω υπηρεσία•нарядить караул βγάζω φρουρά.
|| στέλλω•-подводы за товаром στέλλω κάρα για εμπόρευμα.
2. παλ. συγκροτώ, ιδρύω. -
19 невеста
-ы θ.αρραβωνιαστικιά, μνηστή• η νύφη.εκφρ.христова невеста – παλ. α) νεαρήκαλόγρια, β) νεκρή νεαρή, γ) γεροντοκόρη. -
20 невеститься
-щусь, -стишься, ρ.δ. (απλ.) αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι• φέρνομαι σαν αρραβωνιασμένη, σα νύφη.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek
νύφη — η 1. νιόπαντρη γυναίκα: Όχι καθώς ήξερες, νύφη, αλλά καθώς ήβρες (παροιμ.). 2. η αρραβωνιαστικιά, η μελλόνυμφη: Πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις πάντα στο σπίτι της νύφης. 3. η σύζυγος για τους γονείς του συζύγου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγριλίκι — το 1. προγαμιαία δωρεά τού γαμπρού προς τη νύφη, κυρίως όταν ο άντρας έρχεται σε δεύτερο γάμο, η δε νύφη είναι παρθένα (πρβλ. παληκαριάτικο) 2. προγαμιαία δωρεά τού γαμπρού, που προτίθεται να έλθει σε τέταρτο γάμο, προς τη νύφη, η οποία διστάζει… … Dictionary of Greek
ανακαλυπτήρια — Αρχαία ελληνική γιορτή, κατά την οποία η νύφη εμφανιζόταν την τρίτη μέρα του γάμου μπροστά στον σύζυγό της, στους συγγενείς και στους φίλους χωρίς το παρθενικό της κάλυμμα και δεχόταναπό αυτούς διάφορα δώρα που λέγονταν επίσης α. Η γιορτή αυτή… … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
γαμπρός — ο (AM γαμβρός) 1. σύζυγος τής θυγατέρας κάποιου 2. σύζυγος τής αδελφής 3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας νεοελλ. 1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί 2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο… … Dictionary of Greek
εύνυμφος — εὔνυμφος, ον (Α) αυτός που ανήκει σε ωραία νύφη ή που έχει ωραία νύφη («εὔνυμφον λέχος» κρεβάτι ωραίας νύφης ή που έχει ωραία νύφη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νύμφη] … Dictionary of Greek
καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται … Dictionary of Greek
νυμφοκομώ — νυμφοκομῶ, έω (Α) [νυμφοκόμος] 1. στολίζω νύφη, οδηγώ στο σπίτι νύφη 2. ντύνομαι, στολίζομαι σαν νύφη 3. καθιστώ κάποιον ώριμο για γάμο … Dictionary of Greek
νυφικός — και νυμφικός, ή, ό (ΑΜ νυμφικός, ή, όν, Μ και νυφικός, ή, όν) [νύφη] ο σχετικός με τη νύφη (α. «νυφική ανθοδέσμη» β. «δώμα νυμφικόν», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το νυφικό λευκό, συνήθως, και μακρύ φόρεμα τής νύφης κατά την τελετή τού γάμου… … Dictionary of Greek
νυός — νυός, οῡ, ἡ (Α) 1. η σύζυγος τού γιου, η νύφη 2. αδελφή τής συζύγου, γυναικαδέλφη, κουνιάδα 3. έγγαμη γυναίκα, σύζυγος 4. νέα γυναίκα, κόρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. *snusos «νύφη» (πρβλ. αρμ. nu, nu oy). To λατ. nurus «νύφη, κουνιάδα»… … Dictionary of Greek